- μαστεία
- μαστεία, ἡ (Α) [μαστεύω]αναζήτηση, έρευνα («διττὴ ἡ μαντεία, ἡ μὲν θεῑα..., ἡ δὲ τεχνική, ἥτις μαστεία λέγεται», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστεία — μαστείᾱ , μαστεία inquiry fem nom/voc/acc dual μαστείᾱ , μαστεία inquiry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)